- αλαφροζυγιάζω
- -ιασα, -ιάστηκα, -ιασμένος1. ζυγίζω απ' τη μεριά του κανταριού που σημειώνονται αραιότερα τα κιλά: Το κατσίκι το αλαφροζύγιασε, γιατί ήταν μικρό.2. ζυγίζω ξίκικα: Το 'χε συνήθιο να αλαφροζυγιάζει.3. (για πουλιά, στην παθ. φωνή), μετεωρίζομαι: Το γεράκι αλαφροζιγιάστηκε για λίγο και ύστερα χάθηκε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.